φουμαρία

φουμαρία
(fumaria). Φυτό της οικογένειας των φουμαριδών. Πρόκειται για μονοετή πόα, με βλαστό γωνιώδη, λεπτό και όρθιο. Τα άνθη του εμφανίζονται σε πυκνούς βότρυς και ο καρπός τους είναι στρογγυλεμένος στην κορυφή. Φυτρώνει σε καλλιεργημένα χωράφια, σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Φυτρώνει επίσης στην Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Χιλή και Νέα Ζηλανδία.
* * *
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φουμαριίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fumaria < λατ. fumus «καπνός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παπαβερίδες — (papaveraceae). Οικογένεια ροιαδωδών φυτών. Είναι φυτά μονοετή ή διετή με φύλλα απλά ή διαιρεμένα. Οι βλαστοί τους έχουν γαλακτώδη χυμό. Τα άνθη τους είναι ακτινωτά ή ζυγόμορφα και ο κάλυκάς τους αποτελείται από δύο σέπαλα, που πέφτουν μόλις… …   Dictionary of Greek

  • φουμαρικός — ή, ό, Ν φρ. «φουμαρικό οξύ» χημ. άκυκλη, οργανική ένωση, ακόρεστο δικαρβονικό οξύ που απαντά στο φυτό φουμαρία, καθώς και σε ορισμένα μανιτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fumaric (acid) < fumar ia (βλ. λ. φουμαρία)] …   Dictionary of Greek

  • καπνίτης — ὁ (Α καπνίτης) νεοελλ. ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρία αρχ. φρ. «καπνίτης λίθος» καπνιαίος* λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. ίτης, (πρβλ. πισσ ίτης, πυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • φουμαρίνη — η, Ν χημ. αλκαλοειδές τής φουμαρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fumarine < fumar ia (βλ. λ. φουμαρία) + κατάλ. ine] …   Dictionary of Greek

  • φουμαριίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια δικότυλων φυτών τής τάξης ροιαδώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fumariaceae < fumaria (βλ. λ. φουμαρία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”