παπαβερίδες — (papaveraceae). Οικογένεια ροιαδωδών φυτών. Είναι φυτά μονοετή ή διετή με φύλλα απλά ή διαιρεμένα. Οι βλαστοί τους έχουν γαλακτώδη χυμό. Τα άνθη τους είναι ακτινωτά ή ζυγόμορφα και ο κάλυκάς τους αποτελείται από δύο σέπαλα, που πέφτουν μόλις… … Dictionary of Greek
φουμαρικός — ή, ό, Ν φρ. «φουμαρικό οξύ» χημ. άκυκλη, οργανική ένωση, ακόρεστο δικαρβονικό οξύ που απαντά στο φυτό φουμαρία, καθώς και σε ορισμένα μανιτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fumaric (acid) < fumar ia (βλ. λ. φουμαρία)] … Dictionary of Greek
καπνίτης — ὁ (Α καπνίτης) νεοελλ. ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρία αρχ. φρ. «καπνίτης λίθος» καπνιαίος* λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. ίτης, (πρβλ. πισσ ίτης, πυρ ίτης)] … Dictionary of Greek
φουμαρίνη — η, Ν χημ. αλκαλοειδές τής φουμαρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fumarine < fumar ia (βλ. λ. φουμαρία) + κατάλ. ine] … Dictionary of Greek
φουμαριίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια δικότυλων φυτών τής τάξης ροιαδώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fumariaceae < fumaria (βλ. λ. φουμαρία)] … Dictionary of Greek